δεομένων

δεομένων
δέομαι
lack
pres part mp fem gen pl (epic doric ionic aeolic)
δέομαι
lack
pres part mp masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
δέω 1
bind
pres part mp fem gen pl
δέω 1
bind
pres part mp masc/neut gen pl
δέω 2
lack
pres part mp fem gen pl
δέω 2
lack
pres part mp masc/neut gen pl
δέω 2
lack
pres part mid fem gen pl (epic doric ionic aeolic)
δέω 2
lack
pres part mid masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Des Esels Schatten — Skulptur (nach Wielands „Der Prozess um des Esels Schatten“) auf dem Marktplatz von Biberach Des Esels Schatten ist eine Geschichte um einen absurden Gerichtsprozess in Abdera, dem „antiken Schilda“. Die älteste Version der Geschichte stammt aus… …   Deutsch Wikipedia

  • болѣти — БОЛ|ѢТИ (324), Ю, ИТЬ гл. 1.Быть больным, хворать: нѣкто болѩ лазорь. УСт XII/XIII, 18; [Владимир] болѩше велми. въ неи же болѣзни и сконцасѩ Парем 1271, 261; ѡ оударивъшимь в бою ближ(н)ѩг... лѩжеть же на ѡдрѣ болѩ. КР 1284, 261г; впаде в… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… …   Dictionary of Greek

  • περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ …   Dictionary of Greek

  • προεδρία — η, ΝΜΑ, και προεδρεία ΝΜ, και ιων. τ. προεδρίη Α το αξίωμα τού προέδρου νεοελλ. 1. η χρονική περίοδος τής θητείας τού προέδρου («επὶ τής προεδρίας του τα πράγματα ήταν διαφορετικά») 2. φρ. α) «προεδρία τής δημοκρατίας» ί) το αξίωμα τού Προέδρου… …   Dictionary of Greek

  • προσεδρεία — και ποιητ. τ. προσεδρία, ἡ, ΜΑ [προσεδρεύω] 1. το να κάθεται, το να παραμένει κανείς κοντά σε κάτι 2. πολιορκία, αποκλεισμός («οἱ Ἀθηναῑοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί», Θουκ.) 3. διαρκής προσοχή, συνεχής προσπάθεια, μεγάλη επιμέλεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”